- θηροτόκα
- θηρο-τόκα, ἄγκεα, Wild erzeugend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
θηροτόκος — θηροτόκος, ον (Α) αυτός που γεννά θηρία, που παράγει άγρια ζώα («ἄλση θηροτόκα», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + τόκος (< τίκτω), πρβλ. αρρενο τόκος, αωρο τόκος] … Dictionary of Greek